- προεκπλήξας
- προεκπλήξᾱς , προεκπλήσσωscareaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)προεκπλήξᾱς , προεκπλήσσωscareaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεκπλήσσω — Α καταπλήσσω προηγουμένως κάποιον («τούτοις ἅπασι προεκπλήξας τὸ θέατρον», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek